petitorio - ορισμός. Τι είναι το petitorio
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι petitorio - ορισμός


petitorio      
Sinónimos
sustantivo/adjetivo
petitorio      
adj.
Perteneciente o relativo a petición o súplica, o que la contiene.
sust. masc. fam.
1) Petición repetida e impertinente.
2) Farmacia. Cuaderno impreso de los medicamentos simples y compuestos de que debe haber surtido en las farmacias.
petitorio      
petitorio, -a (del lat. "petitorius")
1 adj. De [la] petición.
2 (inf.) m. Petición insistente o *impertinente.
3 Cuaderno con la *lista de los medicamentos y sustancias de las que debe haber existencias en las *farmacias.
4 Cualquier volante o papel con una lista de cosas que se piden.
V. "mesa petitoria".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για petitorio
1. Blumberg entregó ayer un petitorio a la Corte Suprema.
2. Fue cuando los piqueteros quisieron entregar un petitorio por nuevas y mejores fuentes de trabajo.
3. Es en un petitorio que será enviado al Gobierno, la Justicia y el Congreso.
4. El tercer punto del petitorio era cobrar los días no trabajados por la huelga iniciada el 23 de enero.
5. Luego quisieron entregarle un petitorio a Solá. En su lugar, los recibió el secretario de Derechos Humanos bonaerense, Remo Carlotto.
Τι είναι petitorio - ορισμός